καταφθέγγω

καταφθέγγω
καταφθέγγω,
A sound loudly,

βροντήν, ἧς οὐδὲν -ει μεῖζον Horap. 1.29

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταφθέγγω — (Α) ηχώ, αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθέγγω «ηχώ», ο μοναδικός ενεργ. τ. στον οποίο απαντά το αποθ. φθέγγομαι] …   Dictionary of Greek

  • κλάγγω — (Α) 1. κράζω 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἔκλαγξα, κατά το σχήμα κατέφθεγξα: καταφθέγγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”